- μπακάλικος
- η , ο1) относящийся к хозяину лавки; 2) грубый, невежливый, неделикатный, резкий;
μπακάλικο φέρσιμο — грубое обращение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπακάλικο φέρσιμο — грубое обращение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπακάλικος — η, ο, θηλ. και ια [μπακάλης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μπακάλη, στο μπακάλικο ή στη μπακαλική 2. μτφ. α) (για πρόσ.) άξεστος, χυδαίος («μπακάλικα φερσίματα») β) (για μέθοδο σκέψης ή τρόπο υπολογισμών) εντελώς εμπειρικός,… … Dictionary of Greek
μπακάλικος — η, ο 1. οσχετικός με τον μπακάλη: Στο μανάβικο της γειτονιάς μου έχει και μπακάλικα είδη. 2. μτφ., άξεστος, απολίτιστος: Είχε μπακάλικη νοοτροπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπακαλίστικος — η, ο μπακάλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπακάλης + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος, καλογερ ίστικος)] … Dictionary of Greek
μπακαλική — η 1. το επάγγελμα τού μπακάλη 2. φρ. «είδη μπακαλικής» τα προϊόντα και ιδίως τα τρόφιμα που πωλούνται στα μπακάλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μπακαλικός / < μπακάλης)] … Dictionary of Greek